Ο Τίμος Μαλάνος για τον Καβάφη

Παρακάτω θα βρείτε δύο αποσπάσματα από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του αλεξανδρινού λογοτέχνη και κριτικού Τίμου Μαλάνου [περισσότερες λεπτομέρειες στο σημείωμα του ΕΚΕΒΙ] με τίτλο Ο Καβάφης (εκδ. Δίφρος, 1957). Ο Μαλάνος, πέρα από τα πολύτιμα σχόλια που κάνει για το έργο του ποιητή, αναφέρει και πολλές πληροφορίες για τη ζωή και τον χαρακτήρα του Καβάφη, τα οποία εμπλουτίζει με στιγμιότυπα της προσωπικής του ζωής.

Τα συγκεκριμένα αποσπάσματα σχολιάζουν τη σχέση του Καβάφη με την Ιστορία, τη σχέση του καβαφικού έργου με την νεοελληνική ποιητική παράδοση και την ανάγκη του ποιητή για πρωτοτυπία, για μια εντελώς προσωπική έκφραση. Μερικά από τα θέματα που αγγίζουν τα αποσπάσματα καθώς και μια σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Καβάφη, πάλι από τον Μαλάνο, αλλά από το βιβλίο του Ο Kαβάφης απαραμόρφωτος, θα βρείτε σε αυτήν την ανάρτηση του Πολιτιστικού Θησαυρού της Ελληνικής Γλώσσας (ΠΟΘΕΓ).

Κράτησα γενικά την ορθογραφία και τη στίξη του πρωτότυπου, εξομαλύνοντας κάποια σημεία, ώστε το κείμενο να διαβάζεται ευκολότερα από τον σημερινό αναγνώστη. Δεν κράτησα το πολυτονικό.

 

 

Η Ιστορία

Ο Καβάφης ενδιατρίβει με ιδιαίτερη ευχαρίστηση στη μελέτη της Ιστορίας. Συχνά μάλιστα λέει ότι, αν δεν έγραφε ποιήματα, θα ήθελε να έγραφε Ιστορία. Αν ακόμη λάβουμε τώρα υπόψη μας και το ιστορικό λεξικό, που είχεν αρχίσει παιδί μόλις να συγγράφει, τότε έχουμε μπροστά μας έναν ποιητή που πρωτοεκδηλώθηκε ως ιστορικός. Να για ποιο λόγο η σφαίρα της ποίησης κάποτε σ’ αυτόν συγχέεται με τη σφαίρα της Ιστορίας, και να γιατί οι ειδικές διαθέσεις, τόσο για το ένα, όσο και για το άλλο είδος, όχι μόνο δε διαφέρουν, μα συχνά και ταυτίζονται […].

Πάντως, η πεποίθηση του Καβάφη πρώτον ότι θα γινόταν καλός ιστορικός, δεύτερον η κλίση του στην Ιστορία και τρίτον η έμμονή του ιδέα να πρωτοτυπήσει, τον έσπρωξαν να εισαγάγει κυριολεκτικά στην ποίηση που γράφει την ιστορία που δεν έγραψε¹. Θέλοντας, με άλλα λόγια, να διαφέρει απ’ όλους όσοι εμπνεύσθηκαν απ’ αυτή, της έδωκε όχι μια σχετική μα, συχνότατα, την πρωτεύουσα σημασία, σε σημείο που να νομίζει κανείς ότι, μέσα στην ποίησή του, η Ιστορία δεν είναι μέσον αλλά σκοπός. Δηλαδή, αντί να δώσει την ιστορία ως ποιητής που διαβάζει ιστορία, την έδωκε με τον τρόπο ενός ιστορικού που γράφει ποιήματα. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Καβάφης δημιουργούσε τη διαφορά του ως προς τους άλλους, παρ’ όλο που τα πρότυπα αυτής της θεληματικά πεζής του αντίληψης δεν ήταν άγνωστα σε άλλες εποχές. Οι Αλεξανδρινοί λ.χ., που είναι οι διδάσκαλοί του, πήγαν πολύ πιο μακρυά. Στιχούργησαν την αστρονομία, τη γεωμετρία, τα μαθηματικά. […]

Βέβαια, ο Καβάφης δεν ανάμιξε ποτέ του πεζό και στίχο· έκανε ωστόσο κάτι άλλο, που δεν διέφερε και πολύ. Στιχούργησε την πρόζα της Ιστορίας σε ύφος ειρωνικό ή ξηρά κριτικό (“Αλεξανδρινοί Βασιλείς”, “Δημητρίου Σωτήρος”, “Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου” κ.ά.), αν και οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι συχνά μας έδωκε ποιητικότερα και δημιουργικότερα την ιστορική εποχή, επινοώντας ένα φανταστικό πρόσωπο και τοποθετώντας το, με την ψυχολογία του, σ’ αυτή μέσα, όπως λ.χ. τον Φερνάζη του ποιήματος “Ο Δαρείος”. Στο ποίημά του αυτό ο Καβάφης, παίρνοντας κάτι από την τέχνη του δραματικού ποιητή, ζωντανεύει την Ιστορία μ’ έναν ελεύθερο τρόπο, πλάττοντας ένα ψυχολογικά αληθινό πρόσωπο της αρεσκείας του. Η Ιστορία εδώ δεν τον δεσμεύει, παρά τόσο μόνο, όσο του χρειάζεται. Με ανάλογο τρόπο είναι δοσμένη και η εποχή του Αλέξανδρου Βάλα (“Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα”).

Εντούτοις, οφείλω να παρατηρήσω πως ο Καβάφης ως ιστορικός έλκεται περισσότερο από τη λεπτομέρεια της Ιστορίας, πράγμα που δείχνει ότι σ’ αυτόν ο καλλιτέχνης οδηγεί ασυναίσθητα τον ιστορικό. (Έτσι εξηγείται, άλλωστε, και η μεγάλη του αγάπη για τον Πλούταρχο, που είναι ανεξάντλητος σε ανέκδοτα και θρύλους).

Τίμος Μαλάνος, Ο Καβάφης, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1957, σελ.138-141.

Σημείωση:

1. Τα περί “Ιστορίας” και “Παρελθόντος” γραφόμενά μου, έρχεται να τα επικυρώσει το επόμενο κομμάτι, που είχε την καλοσύνη να μου παραχωρήσει ο κ. Γ. Λεχωνίτης, από μια ανέκδοτη εργασία του. Είναι λόγια του ποιητή υπαγορευμένα από τον ίδιο. Τα θεωρώ συνεπώς πολυτιμότατα.

“Κατά γενικόν κανόνα οι μεγάλοι συγγραφείς και ποιηταί έγραψαν τα καλύτερά τους έργα εις ηλικίαν νέαν, προ του γήρατος. Εγώ είμαι ποιητής του γήρατος. Τα ζωηρότερα γεγονότα δεν μοι εμπνέουν αμέσως. Χρειάζεται πρώτα να περάσει καιρός. Κατόπιν τα ενθυμούμαι και εμπνέομαι”.

“Πολλοί ποιηταί είμαι μόνον ποιηταί. Ο Πορφύρας π.χ. είναι μόνον ποιητής. Ο Παλαμάς όχι. Έγραψε διηγήματα. Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός. Ποτέ μου δεν θα μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα ή θέατρον αλλ’ αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν. Μα τώρα είναι πια αργά”.

 

 

Το έργο

[…] Υπάρχουν πολλοί που φρονούν, ότι το Καβαφικό έργο δεν έχει καμμιά σχέση ή συγγένεια με τη νεοελληνική ποίηση. Μερικοί μάλιστα, μιλώντας για την τελευταία, αποφεύγουν να κάνουν και την παραμικρότερη ακόμα μνεία του ονόματος του Καβάφη. Και όμως, το έργο αυτό δε μας επιτρέπεται να το θεωρήσουμε έξω απ’ τη νεοελληνική ποίηση. Είμαι της γνώμης ότι βγαίνει μέσ’ απ’ αυτήν, αλλ’ ως αντίδρασή της. Ένας Παλαμάς, λόγου χάρη, το απωθεί. Όμως τον δικαιολογώ. Είναι η αντίθετη ακριβώς όψη της ποιητικής του. Το βρίσκει αντιποιητικό. Μα και αυτή ακόμα η γνώμη του, παρ’ όλο που δεν είναι και τόσο υπέρ του Παλαμά ως κριτικού, είναι πολύ φυσική. Τα έργα τους διαφέρουν ριζικά. Ο κοινώς εννοούμενος λυρισμός, η μεγάλη πνοή, η διακοσμημένη ρητορική δεν θα ήταν δυνατό να παραδεχτούν την πεζή έκφραση, την άρνηση της εικόνας, την αποκρουστική, συχνά, λιτότητα. Αλλά για την κριτική το ζήτημα τίθεται διαφορετικά. Τέτοιο που παρουσιάζεται το Καβαφικό έργο χαρίζει ποιητική συγκίνηση; Βέβαια, την απάντηση δεν πρόκειται να τη ζητήσουμε από τον Παλαμά· αφού με το να μη θέλει ή να μη μπορεί να κάνει ο ίδιος αφαίρεση των προσωπικών του αντιλήψεων και με το να βασίζει τη γνώμη του, πρωτίστως, στα επιχειρήματα της παράδοσης που ακολουθεί ή εκείνης που δημιουργεί δουλεύοντας, δεν μπορεί να έχει για μας την απόλυτη αισθητική αξία, ό,τι δηλαδή κυρίως μας ενδιαφέρει. Τη σωστή απάντηση οφείλουμε να τη ζητήσουμε απ’ αυτό τούτο το έργο του Καβάφη, αφού αυτό και μόνο μας προσφέρει τα στοιχεία που μπορούν αξιόλογα να γίνουν και κριτήριά του. Άλλωστε, από μια τέτοιαν αρχή ξεκινά κάθε καλώς εννοούμενη κριτική. Δεν απαιτεί από τα έργα μιας καινούργιας αισθητικής ό,τι δεν έχουν, αλλά κρίνει το όλον τους με το μέτρο των επιτυχιών τους, που ενδέχεται να έχουν.

Η αλήθεια είναι ότι και ο Καβάφης θέλοντας με κάθε τρόπο ν’ αποφύγει τις χαρακτηριστικές υπερβολές των ποιητών της γενιάς του, δημιούργησε αναγκαστικά τις δικές του. Όμως αυτό, από το ένα μέρος, είχε και τα καλά του, αφού οι υπερβολές του οι ίδιες έδωσαν κι εξακολουθούν ακόμη να δίνουν αφορμή ατελεύτητων συζητήσεων γύρω του. Μια τέτοια πρόθεση όχι και τόσον αγνή, μα καλλιτεχνικά πολύ νόμιμη, δεν αποκλείεται να την είχε στην αρχή και ο Καβάφης, όταν μια μέρα θεληματικά αποφάσιζε να δημιουργήσει τη δική του, εν σχέσει με τους άλλους, ανομοιότητα. Να γιατί το έργο του, προς το παρόν, είναι, και ίσως μείνει πάντοτε, ένα από εκείνα που περισσότερο τα συζητούν παρά που τ’ απολαμβάνουν.

 

Η πρόθεση της πρωτοτυπίας

[…] από το 1886 ως το 1900 περίπου -και ίσως αυτό να μην το ξέρουν πολλοί- όχι μόνο δεν διέφερε από τους άλλους ποιητές, αλλά και όλα του τα ποιήματα εκείνης της περιόδου (εκτός ενός που κράτησε και δυο που τα ξανάγραψε αργότερα) με το να μην έχουν ακριβώς κανένα κοινό γνώρισμα, παρά μόνο τη συντομία, με τα ποιήματα που εγκαινίαζαν τον νέο του τρόπο, το δικό του, τον Καβαφικό, σιωπηρά τ’ αποκήρυξε, σε μερικούς δε που τον ρωτούσαν γι’ αυτά, πιθανόν από ντροπή, μα το πιθανότερο επειδή ήθελε να τον θεωρούν ως έναν από γενετής ιδιότυπο, τα απέδιδε σε άλλον. Πάντως, οφείλω να προσθέσω και κάτι άλλο. Τα ποιήματα της πρώτης του δεκαπενταετίας, όχι μόνο δεν έχουν ίχνος πρωτοτυπίας, μα τουναντίον μας δείχνουν κι έναν μετριότατο και ασήμαντο ποιητή, που ακολουθεί με ανοστιά, μπορώ να πω, τα ρομαντικά βήματα των τότε ποιητών.

Τι ωφελεί οπού φυτρώνει

λουλούδια έξω η άνοιξις και σπέρνει πρασινάδα!

Έχω χειμώνα μέσα μου σαν η καρδιά πονεί.

Ο στεναγμός τον ήλιο τον πιο λαμπρό σκεπάζει,

σαν έχεις λύπη ο Μάης με τον Δεκέμβρη μοιάζει,

πιο κρύα είναι τα δάκρυα από το κρύο χιόνι.

                            Καλός και κακός καιρός (1893)

Αλλά, μολονότι από τους παραπάνω στίχους έλειπε κάθε πρωτοτυπία, αυτό όμως δεν εσήμαινε κιόλας πως ο Καβάφης δεν αντιλαμβανόταν την έλλειψή της, πως δεν είχε συναίσθηση της μέτριας θέσης του και δε ζητούσε επίμονα κάτι άλλο. (Τις πρώτες, άλλωστε, απόπειρες ν’ απαλλαχτεί τις έκανε, στα 1895, γράφοντας τα επίσης αποκηρυγμένα: “Η ψήφος της Αθηνάς”, “Φωναί Γλυκείαι”, “Τα καλαμάρι”). Μη διαθέτοντας όμως την έμφυτη εκείνη πρωτοτυπία, με την οποίαν είναι προικισμένα μερικά υπέροχα πνεύματα, τη ζήτησε ως τεχνίτης με το μόνο μέσον που του απόμενε, δηλαδή εμπιστευόμενος το παν στο μυαλό του […]. Αλλά το μυαλό του Καβάφη –κι αυτό είναι απαραίτητο να το προσέξουν πολύ εκείνοι, που θα γράψουν στο μέλλον γι’ αυτόν– που του επιδοκιμάζει την εκκεντρική του εμφάνιση ως ανθρώπου, έβαλε σε ίχνη ανάλογα και τα βήματα του ποιητή. Με άλλα λόγια, η εκζήτηση στα φερσίματά του, έγινε εκζήτηση και στην τέχνη του. Αυτή την παρατήρηση πρώτος εγώ την κάνω και νομίζω ότι εξηγεί όχι μόνο την αρχή της πρωτοτυπίας του, αλλά και όλες εκείνες τις υπερβολές του έργου του, που το κάνουν να φαντάζει, εκ πρώτης όψεως, ως ένα προϊόν αυθαίρετο τόσο στη σύλληψη, όσο και στην εκτέλεση. Αλλά πιθανόν να ερωτηθώ: έφτασε με την ιδέα της ιδιοτυπίας στις υπερβολές ή με τις υπερβολές στην ιδιοτυπία; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ό,τι μπορώ, πάντως, να υποστηρίξω είναι πως ο Καβάφης βάσισε την πρωτοτυπία του σε μιαν εσκεμμένη αιρετικότητα. Απόκλεισε τα παραδεδεγμένα ποιητικά στοιχεία και θέλοντας, πάση θυσία, να διαφέρει από τους άλλους, έτεινε προς την αντίληψη μιας στιχουργημένης μάλλον πρόζας. Δηλαδή, έβρισκε το ύφος του, αρχίζοντας από μια βασική υπερβολή. Αλλ’ όπως κάθε αιρετικότητα, έτσι και η δική του τον οδηγούσε, όσο προχωρούσε, σ’ ένα αναπόφευκτο σύστημα υπερβολών. Σιγά-σιγά απ’ τις υπερβολές στην αντίληψη κατέληγε στις υπερβολές των αποτελεσμάτων. Εννοούσε να πρωτοτυπήσει στο θέμα, στη φόρμα, στο στίχο. Η πρωτοτυπία στο θέμα δεν ήταν καθόλου δύσκολη, απ’ τη στιγμή που αποφάσιζε να βάλει μέσα στην ποίησή του εκτός απ’ την “ανωμαλία” του και την Ιστορία. Όσο για τη φόρμα, θα τον βοηθούσε η φιλολογική του κατάρτιση. Δεν αγνοούσε μήτε τις αρχαίες μήτε και τις νεώτερες ποιητικές φόρμες. Δεν του έμενε παρά να τις συνδυάσει.Ήταν και ο μόνος άλλωστε τρόπος, αφού, όπως γράφει και ο Παλαμάς κάπου, η πρωτοτυπία συγκρότημα είναι από επιδράσεις κι απομιμήσεις. Τέλος, στο ζήτημα του στίχου, την αρχή να τον λευτερώσουν απ’ την παράδοση την είχαν ήδη κάνει οι Γάλλοι συμβολιστές, επομένως τόσον αυτός, όσο και διάφοροι σύγχρονοί τους, που παρακολούθησαν σε όλη του την εξέλιξη το κίνημα, μπορούσαν τώρα να μεταρρυθμίσουν ανάλογα και τη νεοελληνική στιχουργία.

Αυτά σκέφθηκε, κι αυτά φιλοδόξησε λίγα χρόνια πριν το 1900. Οπότε στις αρχές του αιώνα μας, οι αναγνώστες του “Ημερολογίου Σκόκου” και των “Παναθηναίων”, είδαν να κάνει την εμφάνισή του ένας καινούριος Καβάφης, ένας Καβάφης που δε θύμιζε καθόλου ή σχεδόν καθόλου τον παλαιότερο. Η μεταμόρφωση είχε συντελεστεί. Η ποίησή του τώρα προτιμούσε με σταθερότητα ορισμένα στοιχεία, που αποκρυσταλλώνονταν σ’ ένα δικό του τρόπο, σε μιαν ιδιορρυθμία, που διαγραφόταν συνειδητά και χωρίς αντιφάσεις, προϊόν θεληματικών αναζητήσεων.

Τίμος Μαλάνος, Ο Καβάφης, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1957, σελ.114-118.

 

41 thoughts on “Ο Τίμος Μαλάνος για τον Καβάφη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.