Ένας νέος για τον Νίκο Καββαδία

Ο Νίκος Καββαδίας (1910 - 1975)

του Θάνου Μικρούτσικου

Βρέθηκα τις προάλλες στο σπίτι ενός φίλου που γιόρταζε. Μουσική συνόδευε τις συζητήσεις, το φαγητό και το ποτό και κάποια στιγμή —όπως μου συμβαίνει συχνά— άρχισαν ν’ ακούγονται τα τραγούδια του Ν. Καββαδία. Αυτό στάθηκε αφορμή να μαζευτούμε σε μια γωνιά του σαλονιού και να ξεκινήσει μια συζήτηση γύρω απ’ τον ποιητή. Υπήρχαν στην παρέα λογοτέχνες, ποιητές, αλλά και νέοι άνθρωποι, φοιτητές, ως επί το πλείστον, που δεν είχαν καμιά ειδική σχέση με την ποίηση.

Δεν θυμάμαι ποιος ακριβώς έθεσε το θέμα: «Ποιος είναι ο λόγος που η ποίηση του Καββαδία είναι τόσο δημοφιλής και τόσο αγαπητή ιδιαίτερα στους νέους ανθρώπους». Ο γνωστός ποιητής κ. X. Λ. —καλός ποιητής είναι αλήθεια αλλά ιδιαιτέρως ζηλόφθων— υποστήριζε μετά πάθους πως είναι προφανές ότι η ποίηση του Καββαδία αρέσει γιατί είναι από απλή έως απλοϊκή, επίσης γιατί στηρίζεται στη ρίμα σε μια εποχή όπου κυριαρχεί ο ελεύθερος στίχος. Στο πλευρό του ετάχθη ο γνωστός κριτικός της ποίησης κ. Ν.Θ., ο όποιος βιάστηκε να εντάξει μάλιστα τον ποιητή στο χώρο της ναυτικής ηθογραφίας. Ο εκνευρισμός μου έγινε θυμός όταν άκουσα την ποιήτρια κα Β.Δ. και τον έκδοτη κ. Κ.Θ. να υποστηρίζουν, μάλλον με κακία, ότι μια ζωή ο Καββαδίας δε μίλαγε για τίποτε άλλο έκτος από καράβια, αντένες, βάρδιες, μεθυσμένους έρωτες στα λιμάνια και πως επίσης έμεινε ξένος στα δράματα του έθνους μας. Επειδή έχω μελοποιήσει τα ποιήματά του και παίζω τόσα χρόνια τα τραγούδια μας, αποφεύγω να εμπλέκομαι σε τέτοιου τύπου ανόητους λογοτεχνικούς καβγάδες. Αλλά από την άλλη μεριά έπρεπε να αντιδράσω. Εκείνη τη στιγμή ένας νεαρός φοιτητής —αργότερα έμαθα πως τον έλεγαν Μιχάλη Χατζηστεφάνου— άρχισε να λέει όσα ήθελα να πω:

— Κύριοι, εγώ δεν είμαι επαγγελματίας της λογοτεχνίας, όπως εσείς, αλλά δεν νομίζω ότι μόνο η χρήση της ρίμας αρκεί, για να κατατάξουμε τον Καββαδία στην παραδοσιακή ποίηση. Χώρια που ακόμα και τη ρίμα ο Καββαδίας τη χειρίζεται μ’ ένα εντελώς προσωπικό τρόπο. Για παράδειγμα στην πρώτη του ποιητική συλλογή «Μαραμπού» η ρίμα υπάρχει μόνο στο δεύτερο και τέταρτο στίχο κάθε στροφής ενώ ο πρώτος και ο τρίτος είναι ελεύθεροι. Αλλά και σε ποιήματα από τις άλλες ποιητικές του συλλογές υπάρχουν ρίμες που ακόμα και στο ίδιο ποίημα εναλλάσσονται ελεύθερα χωρίς συγκεκριμένο κανόνα.

Υπάρχει επίσης στον Καββαδία μια ιδιότυπη διαδοχή συνηθισμένων και ασυνήθιστων εικόνων που σπάει την αυστηρή λογική αλληλουχία και δημιουργεί μια παράξενη αίσθηση. Πολλές φορές καταργείται ο παραδοσιακός τρόπος της αφήγησης ενώ κάποιες άλλες θα μπορούσαμε να μιλήσουμε με σιγουριά για ελλειπτική γραφή. Δεν υποστηρίζω βέβαια ότι είναι ένας σουρρεαλιστής ποιητής, αν και σε κάποια ποιήματά του υπάρχουν μικρές λογικές ανατροπές θαυμάσιες, που τον κάνουν να συγγενεύει κάπως με τους σουρρεαλιστές. Μου θυμίζει περιπτώσεις όπως του Μαίτερλιγκ —μην με κοιτάτε απορημένοι, μου τον διάβαζε ο πατέρας μου όταν ήμουν δώδεκα χρονών— ο οποίος μέσα σε ποιήματα σχεδόν παιδικά εισάγει αναπάντεχα ένα εφιαλτικό στοιχείο ή τη ζωγραφική του Μαγκρίτ, όπου σ’ ένα πίνακα άψογης εξπρεσιονιστικής λογής ανατρέπονται αναμενόμενες θέσεις και λειτουργίες των αντικειμένων. Δύο μικρά παραδείγματα θα σας πείσουν:

Η πλωριά Γοργόνα μια βραδιά

πήδησε στον Πόντο μεθυσμένη

δίπλα της γλιστρούσαν συνοδειά

του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι

Κι έπειτα στις ξέρες τον Ακορά

τσούρμο τ’ άγριο κύμα να μας βγάλει

τέρατα βαμμένα πορφυρά

με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.

Παρατηρήστε την αίσθηση:

Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ’ αρέσουν

και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.

Κι όσο για σας κύριε Ν.Θ. που μιλήσατε για ναυτική ηθογραφία, σας αφιερώνω το πρώτο τετράστιχο του ποιήματος «Μαρέα»:

Ο Αλτεμπαράν ψάχνει να βρει μες στα νερά
το παλινώριο που τον γέλασε δυο κάρτες.
Στης προβολής να τρέχουν βλέπαμε τους χάρτες
του Chagall* άλογα -τσίρκο του Seurat**.

Δεν ξέρω τι λέτε εσείς αλλά για μένα στον Καββαδία πλοίο και θάλασσα είναι το τερραίν πάνω στο όποιο οργιάζει η φαντασία του.

Κύριε Μικρούτσικε, εσείς που τον έχετε μελοποιήσει δεν αισθάνεστε ότι ο εσωτερικός ρυθμός στην ποίηση του Καββαδία είναι πιο σημαντικός από το ρυθμό που βγαίνει από το ιαμβικό ή το τροχαϊκό του μέτρο;

Τον κοίταξα χαμογελώντας, λέγοντας από μέσα μου: Συνέχισε αγόρι μου, μακάρι να ’ταν εδώ ο Κόλιας να σ’ άκουγε.

— Εγώ είμαι αρμόδιος να σας πω, συνέχισε ο νεαρός φοιτητής, γιατί έχει τέτοια ανταπόκριση σε όλους εμάς τους νέους σήμερα. Ο Καββαδίας νομιμοποιεί τη φυγή, την αμαρτία και την παρακμή με μια ειλικρίνεια που σπάει κόκκαλα. Δεν μιλάμε εδώ για ρεαλιστική αναπαράσταση της ζωής στα λιμάνια ή στο καράβι, αλλά για ένα συνεχές ταξίδι, για μια φυγή στο όνειρο έξω απ’ τη μίζερη πραγματικότητα που μας περιβάλλει.

Εκείνη την ώρα το τραγούδι που ακουγόταν ήταν η «Γυναίκα»

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία…

Ο νεαρός σηκώθηκε κι άρχισε να χορεύει, μετατρέποντας το ρυθμό του τραγουδιού σε ένα εκπληκτικό slow motion ζεϊμπέκικο. Το δωμάτιο μίκραινε κι αυτός μεγάλωνε, ώσπου χάθηκε.

Έφυγα από τη γιορτή του φίλου ευτυχισμένος. Γύρισα στο σπίτι μου, έκανα καφέ και κατέγραψα τα γεγονότα για να μην τα ξεχάσω.

δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 1702, 1998, σελ. 763-764.

  • * O Μαρκ Σαγκάλ (Marc Chagall, 1887–1985) ήταν Ρώσος ζωγράφος εβραϊκής καταγωγής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης.
  • ** Ο Ζωρζ Σερά (, 1859-1891) ήταν Γάλλος μετα-ιμπρεσσιονιστής ζωγράφος, ο εισηγητής του πουαντιγισμού (στιγματογραφία). 

Comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.